23/2/06

ΑΠ` ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΟ ΕΜΕΙΣ (2004-2005)















ΑΓΑΠΗ ΑΠΟΜΑΚΡΗ

Κι εγώ που νόμιζα,
πως η αγάπη χρόνια ζει
κι ανανεώνεται`
πως ό,τι ζήσαμε
εμάς ακολουθεί
κι ολοκληρώνεται.

Κι εγώ που νόμιζα,
πως η αγάπη μας ωθεί
σε τόσα άλλα,
που μοιάζουν ακατόρθωτα,
πολύ μεγάλα…

Λες να γελάστηκα,
που πίστεψα σε σένα
κι ονειρεύτηκα;
Πόσο κουράστηκα,
μάτια μου λατρεμένα,
μακριά σου χάθηκα.

Κι εγώ που νόμιζα,
πως έφυγες μακριά
κι έτσι ξεχάστηκα`
πως τα καράβια,
αγάπες κουβαλούν,
όμως γελάστηκα.

Η μνήμη μας ορθώνεται
εκεί που θέλουμε,
να μη τη δούμε:
εικόνες φέρνει,
η ψυχή λυτρώνεται
κι εμείς πονούμε…


ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΑ

Μη με κρατάς σφιχτά
στην αγκαλιά σου-σ` αγαπώ !
μην καρτεράς
συνέχεια τη ματιά μου-θα χαθώ !

Αισθάνομαι αδύναμη,
όταν τα πάντα μου σου δίνω`
αισθάνομαι περήφανη,
όταν μπορώκαι μέσα μου να σκύβω.

Επειδή σ` αγαπώ,
μυστικά αποτραβιέμαι`
για να μη τον εαυτό μου μισώ,
που βαριέμαι.

Επειδή σ` αγαπώ,
με στίχους τη ζωή ζωγραφίζω,
μέσα μου σκύβω
και τη ψυχή μου αγγίζω.

Επειδή σ` αγαπώ,
τα βιβλία ξαναπιάνω,
τις λύπες μου ξεχνώ
κι όταν ανασάνω,

δίπλα σου είμαι
και πάλι πιστή,
στην αγκαλιά σου,
στα φιλιά σου,
στην κοινή μας ζωή !


ΤΑ Σ` ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΑ

Τα σ` αγαπώ που σου `στειλα
σε γράμμα τυλιγμένα,
ο ταχυδρόμος τ` άφησε
στο πρώτο το σκαλί`
στη σκάλα που ανέβαινες
με μάτια κουρασμένα,
δεν είδες τίνος γράμματα
μεμιάς ποδοπατείς.

Το γράμμα εκεί απόμεινε
στη ξύλινη τη σκάλα
και τους τριγμούς ακούγοντας
δυο σκαλιά παρακαλεί
μη τύχει κι ακούσουνε
της γραφής το κλάμα,
όταν το ποδαράκι σου
τα ξανακατεβεί.

Στο γράμμα μου το σ` αγαπώ
σου το `χα χαραγμένο`
καιρός πολύς που πέρασε
κι ακόμα σε προσμένω…

ΜΙΚΡΗ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΓΙΝΟΜΑΙ

Μικρή μαζί σου γίνομαι,
τα χρόνια μου ξεχνώ
τα κουρασμένα`
σ` όνειρα αφήνομαι,
στα σύννεφα πετώ
μαζί με σένα.

Απ` τη θωριά σου νιάτα παίρνω
στην άγονη τη ζήση μου τα ξανασπέρνω.

Της νιότης μου συμπάθειες
ξαναθυμάμαι και πάλι ελπίζω`
ανεκπλήρωτες προσπάθειες,
μα δε λυπάμαι σαν σ` αντικρίζω.

Κοντά μου μείνε
για μια στιγμή ακόμη,
το θέλω ειλικρινά πολύ !
Απόψε που η μοναξιά μου
με πληγώνει
μείνε για λίγο ακόμη,
για μια στιγμή…




ΒΡΑΔΙΑ

Κάτι θα την πονέσει
απόψε τη βραδιά`
αν κάποιο αστέρι πέσει
κατ` απ` τη χουρμαδιά,
δεν θα `ναι το δικό μου
-που σ` άλλους γαλαξίες ταξιδεύει.
Κι αν έχει απόψε ξαστεριά
κανέν` αστέρι
για μένα δεν ξοδεύει.

Το φεγγάρι σα σπασμένο δαχτυλίδι
ο ουρανός μ` άστρα το `χει δέσει`
ψεύτρα κι ακαμάτρα η σελήνη:
θα το χάσει, θα του πέσει.

Κάτι θα την αλλάξει
απόψε τη νυχτιά`
αν νοτίσει μια σταλιά,
έστω λίγο αν θα βρέξει,
κάτω απ` την ομπρέλα θα κρατώ
την αγρύπνια μου
για μια σου μόνο λέξη.

Φρόνιμοι οι θόρυβοι στο σπίτι,
το σώμα μου φορά
τη βραδινή μου όψη,
μακάρι να` ταν ένα παραμύθι
πως δεν είσαι πάλι
εδώ απόψε!

Κάτι θα τη φωτίσει
απόψε τη βραδιά`
οι θόρυβοι παίζουνε
κρυφτό στην πόρτα.
Ανοίγω να περάσει
ο αγέρας πρώτα
και για το καλεσμένο μου
ανάβω δυνατά όλα τα φώτα.

Το φεγγάρι σαν ολόγιομο στολίδι,
ποιος τρελός, το φοράει στη μέση `
ψεύτρα κι ακαμάτρα η σελήνη,
με το φως της μ` έχει δέσει.



ΧΕΡΙΑ

Κολλημένοι στις ίδιες κινήσεις,
που τα χέρια καιρό συνηθίσανε,
για καινούργιες ριγάς συγκινήσεις,
μα της καρδιάς σου τα φύλλα ξεφτίσανε.

Τα χέρια είναι πιο πρωτοπόρα,
απ` τη καρδιά στ` αμέτρητα λάθη της`
το χάδι μου στέλνει μια μπόρα
στης ψυχής σου τ` αμέτρητα βάθη της.

Με τις ίδιες , δικές της κινήσεις
που σκιρτά η καρδιά σου όταν φεύγω,
το χάδι μου ζητώ να μετρήσεις
του χεριού μου που λέει πως μένω.

Στη βαθιά μου αλλαγή της συγγνώμης,
της ψυχής που σε νιώθει πηγαίνω`
μες το χάδι, που σ` αγγίζει ιδρώνεις
του χεριού ,που επιμένει πως μένω.

Τα χέρια είναι πιο γρήγορα
απ` τη καρδιά στ` αμέτρητα πάθη της`
τα χάδια μου είναι παρήγορα
για της ψυχής σου τ` αδιάκοπο δάκρυ της…



ΜΑΤΙΑ

Οι άνθρωποι που γνώριζα,
δεν κοίταζαν στα μάτια,
τα χέρια μόνο τέντωναν
και βαδίζοντας τυφλά,
τις χούφτες τους ανοίγανε,
σαν έρχονταν σε μένα,
μα δεν πλησίαζαν
πάρα πολύ κοντά.

Μόλις τις χούφτες γέμιζα
μ` αμέτρητη αγάπη,
τα χέρια πίσω παίρνανε,
με βιάση περισσή
μη τύχει και τους κλέψουνε
την ελεημοσύνη,
χέρια που ποτέ
δεν είχαν αγγιχτεί.

Άλλους πάλι γνώριζα
που κοίταζαν στο σώμα,
και χάδια μόνον ζήταγαν
και περιττά φιλιά
και μόλις μου τα παίρνανε
άλλα σώματα κοιτούσαν,
πέτρα η κάθε μια
αχόρταγη αγκαλιά.

Εσένα μόλις γνώρισα
με κοίταξες στα μάτια
και χούφτες δεν ανοίξανε
μήτε χέρια βιαστικά,
τους οβολούς μετρήσανε
-μονάχα αυτά δακρύσανε-
κι οι ψυχές κομμάτια,
στ` ουράνια περπατήσανε
σ` ανείπωτη χαρά.

Μ` ήλιους και άστρα ενώθηκαν
σε μύριους γαλαξίες,
από κει εκσφενδονίστηκαν
σε πύλη θεϊκή,
και πάλι ξεχωρίσανε
το ένα γίναν δύο
στα σώματα γυρίζοντας
όπου` χαν χωριστεί.

Ποτέ ξανά δεν γνώρισα
ανθρώπους σαν εσένα
που μόνο μάτια είχανε
και κοίταζαν βαθιά,
έτσι σε μένα μείνανε
βαθιά απωθημένα,
στα μάτια μόνο να κοιτώ

κι όχι στην αγκαλιά

Δεν υπάρχουν σχόλια: