23/2/06

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (1986)




ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα:
σαν το δέντρο ,που τ` απάνθισε η θύελλα,
σαν το λιμάνι χωρίς βραχίονες,
σαν τη στάση χωρίς στέγαστρο,
ανασκαλεύει τη μνήμη μας και ξεθάβει ανόσιες μορφές.
Μας ποτίζει ναρκωτικές ουσίες,
δείχνει τη πρώτη χρήση του τσιγάρου,
μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της.

Τούτη η πόλη σκοτεινούς μας χρειάζεται:
με τα τζάμια μας θολά, να σκουπίζονται διαρκώς από κουρντισμένους υαλοκαθαριστήρες`
υγρούς:
με τα μάτια μας να βουρνώνουνε, μόνο σε πένθιμες κραυγές`
απλανείς μας θωρρεί, με τα χέρια μας να βουλιάζουνστις τσέπες
και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας.
Απλοϊκούς μας αναζητά στις μορφές,
που γλοιώδικα κινούνταισε δίχως παλμό συλλαλητήρια.

Στείρους μας νοεί: έχοντας τα παιδιά μας
φυλακισμένα σε τοίχους με συνθήματα,
χύνοντας τη ζωή μας σε εργοστάσια
και με τα χέρια μας κομμένα στα γιαπιά
να πριονίζουμε τη ψυχή μας με μοναξιά.
Απλήσμονες μας χρειάζεται:
με τη ψυχή μας γεμάτη από απόρριψη,
να δένει τη ζωή μας σε μαγγανοπήγαδο,
για να γυρνά ασταμάτητα
-αφού η ελπίδα μας του «αύριο» καρφώθηκε σε κιβδηλες κορνίζες.

Αδειανούς κι άγνωμους μας ζωγραφίζει,
με τα φύλλα μας να σκορπίζονται στα δελτία θυέλλης της,
με τη μιλιά μας να ξεφτίζει σε αντίλαλους,
με τη πνοή μας να κρυσταλλώνει από φόβο,
με τα μίση μας να σαπίζουν σαν αίμα παλιό.

Και μ` όλα αυτά, ακούραστους μας επιζητά,
ν` αναπνέουμε της ζωής της το καυσαέριο
και να επαναλαμβάνουμε τις λέξεις, που με λέηζερ
χάραξε στη ψυχή μας: «είμαστε άδοτοι, ακούραστοι».

(Αθόρυβα ζούμε, σε μιάν άκαιρη πόλη,
κι είμαστε αθάνατοι, για να σέρνουμε,
παντού την κατάρα της...)



ΜΟΡΣΙΜΟΝ ΗΜΑΡ

Αισθάνθηκε πως ήρθε πια η ώρα του.
Τον βάραινε πολύ ο κόσμος.
Μάζεψε τη βαλίτσα του για το ταξίδι.
Έβαλε μέσα λίγα πράγματα
και κίνησε για την πόλη που πεθαίνουν.
Η διακριτική πινακίδα
το ’γραφε καθαρά:
«Καλώς ήρθατε στη πόλη “θάνατος”».
Σωστά ήρθε.
Σε ποια αρχή όμως να δηλωθεί;
Έχασε και τον οδηγό θανάτου.
Στο Δημαρχείο του θανάτου
θα ’ταν λύση μια κι έξω να δηλωθεί.
Εκεί τον υποδέχθηκαν κι αφού,
περίμενε μ` υπομονή τη σειρά του,
τον ρώτησαν ,πώς θέλει να πεθάνει.
Τι να γνώριζε αυτός από θανάτους ,
αφού ποτέ δεν τόλμησε να μάθει.
Τους είπε μόνο την τελευταία του επιθυμία
κι αυτοί θα συνήγαγαν ,
πώς να πεθάνει τού ’πρεπε.
Άλογα καλπάζοντα σ` ολάνθιστα λιβάδια
είπε ,πως θα θελε πριν απ’ το τέλος
να θαυμάσει .
Έσβησαν μ’ απότομα τα φώτα.
Έτρεχε εμπρός του
σ΄ έγχρωμη ταινία το λιβάδι.
«Ωραία , έτσι να πεθαίνεις !» σκέφτηκε!

Ίσως στην άλλη του ζωή, έτσι λεύτερος να καλπάζει…

Δεν υπάρχουν σχόλια: