23/2/06

ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ (1987-1992)

















ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Είμαστε από το ίδιο ξύλο,
αλλιώς κομένες στα νερά`
παραλληλα εγώ, όπως η ίνα,
στο κόντρα εσύ σαν το κορμό.

Κι έτσι μοιάζουμε αλλιώς,
μα έχουμε την ίδια μοίρα:
άλλος είναι κι ο καρπός,
άλλη στο κύμα μας η αλμύρα.

Εσύ μου μοιάζεις τολμηρή
και τη ζωή σου δεν ορίζω`
εγώ σου μοιάζω συνετή
και τη ψυχή μου στη χαρίζω.

Στο ίδιο δέντρο κι αν ανήκουμε,
ό,τι πετάς, εγώ το παίρνω`
μέσα σ’ αυτή την ανακύκλωση,
μες στη ζωή μας στίχους σπέρνω.

Κι αν μόνη είμαι τη βραδυά,
μοναχική κι εσύ αχτίδα,
φυλλομετρώ τα γηρατειά,
ψάχνεις σκιές μέσα στα σχοίνα.

Μας στοίβαξαν οι ξυλοκόποι,
στο ίδιο δάσος βουερά`
κι όπως ξαναγυρνούν οι χρόνοι,
«το μήλο πέφτει απ’ τη μηλιά»...



Η ΚΟΡΗ ΚΙ Ο ΓΙΟΣ ΣΟΥ

Μαγεύει η ζωή, στην ίδια μορφή`
σώμα παίρνει, σώμα δίνει,
αίμα πίνει, αίμα χύνει.

Ο γιός σου κι εσύ,όμοιος κύμα,
όμοιος αστρί,
-σα σταγόνα βροχής-
σε μαγεύει θαρρείς.

Η κόρη μου κι εγώ
-το σώμα που φορώ,
τα όνειρα ,οι ελπίδες
ζωής δροσοσταλίδες.

Πληρότητα φέρνουν,
το πόνο γλυκαίνουν`
στη δύση όταν γέρνεις,
μ’ άλλο άστρο θα φέγγεις.

Τα παιδιά μας κι εμείς,
μαρτυρίες ζωής:
μικρά ίχνη στη γη,
του σύμπαντος γλυκειά ροή !



ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ

Πήρα σκαφί, πήρα πανί και ψάχνω για λιμάνι,
ο δέλφινας στο δρόμο μου παρέα.
Τα κύματα με άνεμο μ` έριξαν,με μπάτη,
μα όταν τα μάτια άνοιξα ήμουν σε ξέρα.

Κι είδα τη πέτρα, είδα τη πίκρα, τη λησμονιά
την εγκατάλειψη, τη προσδοκία , τη λευτεριά.

Θέρισα στάρι, πήρα μια πέτρα κι ένα ξύλο:
στης Ανεμόεσσας τη πέτρα –γη γυρεύω μύλο`
και πέφτω ψάχνοντας και ψάχνω πέφτοντας
και προσδοκώ,
από ψηλά το Κάστρο απόρθητο να το φυλώ.

Κι είδα μυρμήγκια, είδα τερμίτες στάρι να τρώνε
τα σπλάχνα της πέτρα –γης να ξεπουλάνε.

Πήρα τη πέτρα, λήμνια γη κι ένα πανί
θα πλάσω μάτια ,θα πλάσω αυτιά κι ένα πουλί
να στείλω κήρυκα, να στείλω δέλφινακι ένα τελάλη,
σ` όλους να πει ,πως σαν το νησί, γη δεν είν` άλλη:

είναι η Ανεμόεσσα –η δική μας- είναι αυτή
είναι της μάνας και του μπαμπά μας η αρχή.


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Θα θελα να ερχόσουν αγόρι του καλοκαιριού
-στεφανωμένο όπως είσαι με τα στάχυα
και τα μαλλιά πλεγμένα με αγριλιές-
εδώ, που η θάλασσα σε πιτσιλάει
στο παφλασμό του ,φουσκώνοντας το κύμα
για να σκάσει.

Κι ο αγέρας να σου μουρμουράει
τραγούδια για τη μοναξιά.
Η βάρκα π` ακουμπάς
τρίζει, τρεκλίζει, ψάχνει λες
μιαν άλλη σου ισορροπία.

Το κύμα σκαρφαλώνοντας, σ` ανένδοτο το βράχο
αφρίζει και ξεσπάκι η αφρίλα του
να σου χτυπά το πρόσωπο…

Αν θα μπορούσες, μέσα από το κύμα
ν` αναδυθείς,
ή μέσα από τα φύκιατη θωριά σου
να προβάλλεις,
θα έχανες το έλινο στεφάνι
και το στάχινο της κόμης σου το χρώμα.

Θε ν` αγαπήσεις τη θάλασσα,
που όλο σου κρυφομιλά`
λόγια τέτοια που, χρόνια ήθελες ν` ακούσεις,
αυτά που χρόνια κόμπιαζες να πεις.

Μια τέτοια μακριά συνομιλία,
που άλλη ποτέ σου δεν έχεις ηγηθεί.

Θε ν` αγαπήσεις τη μοναξιά,
αυτή που η σαγηνεύτρα θάλασσα σου δείχνει,
που μόνη της στα δυο σε σπάζει…
Κι οι μαργαρίτες των χωραφιών
και τα άλλα αγριολούλουδα
δεν θα σε ξανασυγκινήσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: