23/2/06
Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΜΙΑΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ
Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΜΙΑΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ
Από το αντίστοιχο λήμμα “μεταλλάσσω”: μεταβάλλομαι /μεταβάλλω/ανταλλάσσω/μεταβιβάζω
Η σχέση του πατέρα της Μαργαρίτας με το βιβλίο θα χαρακτηρίζονταν ως μαγική. Παρόλο που ήταν παπουτσής στο επάγγελμα και κατασκεύαζε τα είδη του χειροποίητα κατά τον παραδοσιακό εκείνο τρόπο -δίνοντας στα ζεύγη επάνω στον πάγκο του ιδιαίτερη αξία-παρόλο που δούλευε μέσα σε μια παράγκα προχει-ροφτιαγμένη από υποπροϊόντα του ξύλου, βάζοντας μέσα της όλα τα καιρικά φαινόμενα, μάζευε το λιγοστό χαρτζιλίκι που του αναλογούσε εξαιρώντας τα έξοδα διαβίωσης της πενταμελούς οικογένειάς του και κάθε βδομάδα αγόραζε το νέο τεύχος της Εγκυκλοπαίδειας.Ήταν τότε που το χιόνι έφτανε ως το γόνατο κι είχε γεννηθεί η αδελφή της. Η Μαργαρίτα ήταν ακόμη αγέννητη. Θεωρούσε λοιπόν ο πατέρας, ότι το καλύτερο δώρο για ένα παιδί που γεννιέται το χειμώνα του `62 θα ήταν μια δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια δεμένη, όταν φυσικά θα ολοκληρώνονταν το έργο της εκτύπωσής της , που περιλάμβανε και τις διαδοχικές φάσεις με τα τεύχη.
Κάθε Σάββατο λοιπόν αγόραζε το καινούργιο τεύχος κι αφού το μάτι του διέτρεχε τις ασπρόμαυρες εικόνες ,ίσως να διάβαζε και μερικές αράδες από τα γραμμένα , ταξινομούσε τα τεύχη μ` επιμέλεια, βάζοντάς τα σε ένα χαρτοκιβώτιο , πάντα κάτω-κάτω το αρχαιότερο τεύχος.Η λατρεία του πατέρα της Μαργαρίτας προς την Εγκυκλοπαίδεια είχε λάβει πολλές μεταμορφώσεις , μέσα από κάθε τεύχος που υπομονετικά αγόραζε-λες και προσπαθούσε να ξορκίσει τη φτωχή του μοίρα ,που του διέκοψε ο πόλεμος το σχολείο στη τετάρτη τάξη. Δηλαδή συχνά φανταζόταν το νεογέννητο μωρό να έχει μεγαλώσει και όντας στο σχολείο να αισθάνεται απαραίτητη αλλά και χρήσιμη όσο τίποτε στο κόσμο την Εγκυκλοπαίδεια: σα να χωρούσε όλη τη γνώση μέσα της. Πολλές φορές ακόμη φανταζόταν ότι η Εγκυκλοπαίδεια αυτή ήταν το εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή, με μεγαλύτερες ίσως προοπτικές από τις δικές του.Η οικογένεια είχε ήδη αποκτήσει το δεύτερο παιδί, τη Μαργαρίτα και φυσικά τα έξοδα διαβίωσης της όλο και μεγάλωναν, όμως το τεύχος απορροφούσε κάθε βδομάδα το ανάλογο κονδύλι των οικογενειακών εξόδων.
Η ανεργία του πατέρα ανάγκασε την οικογένεια ν` απαρνηθεί την πόλη που τους γέννησε. Μετοίκησαν λοιπόν στη νέα πόλη για` αυτούς, τη Θεσσαλονίκη.Η Μαργαρίτα θυμάται ακόμη ότι ξεπουλήσανε όλα τους τα παλιά έπιπλα, ως και το σιδερένιο εναμισάρι κρεβάτι των γονιών, εκτός από το μπουφέ με τα λεονταρίσια πόδια και το μεγάλο δρύινο τραπέζι , γιατί η απόσταση από τη Δράμα μέχρι τη νέα πόλη θεωρούνταν τότε μακρινή και για να` ναι οικονομική μετακόμιση ,τα φορτηγά που τις αναλάμβαναν, τις δέχονταν εμβόλιμα στα δρομολόγια μαζί με τις μεταφορές εμπορευμάτων .Τα κιβώτια με τα τεύχη της Εγκυκλοπαίδειας -ήταν ήδη δύο – είχαν όμως ξεχωριστή θέση στη καρότσα του φορτηγού. Ο πατέρας τους είχε δώσει ρητή τη συμβουλή στον οδηγό: “Να μη τσαλακωθούν , να μη λερωθούν και κυρίως να μη σκορπίσουν.”
Αφού λοιπόν εγκαταστάθηκαν στην καινούργια γειτονιά γεμάτη από αυτοκίνητα και χωρίς χώρο για ποδήλατο ή ζωηρό παιχνίδι, ο πατέρας τους επέστρεψε μια μέρα χαρούμενος από το μαγαζάκι του ανακοινώνοντας , ότι η έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας είχε πια ολοκληρωθεί. Την επόμενη κιόλας θα έδινε τα τεύχη για βιβλιοδεσία.Στο κέντρο της πόλης, ο πατέρας διατηρούσε ένα μαγαζάκι ημιυπόγειο , όπου άλλαξε και τη δραστηριό-τητά του: λόγω του εκσυγχρονισμού της ζωής τα χειρο-ποίητα παπούτσια δεν ήταν πια είδος αναλώσιμο , αλλά κι από την άλλη απαιτούνταν τόσα πολλά ημερομίσθια, ώστε η παραγωγή τους προέκυπτε ασύμφορη, ειδικά μά-λιστα από έναν μόνο μάστορα χωρίς βοηθητικό προσω-πικό. Πίστεψε λοιπόν , ότι το επάγγελμα θα γινόταν πιο βιοποριστικό αν κατασκεύαζε χειροποίητες ζώνες.Κάλεσε τον ζωγράφο που γνώριζε από τη Δράμα- με αλλαγμένη κι αυτός δραστηριότητα “επιγραφές”-κι έφτιαξαν μια χειροποίητη επιγραφή αρκετά καλλιγραφι-κή για το είδος που ανάγγελλε: “Δερμάτιναι Ζώναι παντός τύπου” , που την ανάρτησε στη καλύτερη από άποψη οπτικής θέση, στην πρόσοψη του μαγαζιού.Δίπλα στο μαγαζάκι αυτό υπήρχε ένα βιβλιοδετείο ,που η κακή του μοίρα το ήθελε να κλείσει σχεδόν ταυτόχρονα που άνοιξε το μαγαζάκι του ο πατέρας της Μαργαρίτας. Δηλαδή, ο τελευταίος του πελάτης ήταν ο πατέρας.
Ο βιβλιοδέτης του το είπε καθαρά , ότι ούτε τα υλικά της βιβλιοδεσίας δεν διέθετε καλά-καλά για να ολοκλη-ρώσει τη βιβλιοδεσία. Γι αυτό ο πατέρας έκοψε κομμάτια από δέρμα στο σχήμα των τόμων, από τα τόπια των δερμάτων που προορίζονταν για τις ζώνες και του τα έδωσε. Ο βιβλιοδέτης έκοψε λωρίδες από το δέρμα, ίσων διαστάσεων με τις πλάτες των τόμων και το υπόλοιπο, που προορίζονταν για τα εξώφυλλα , το αντικατέστησε με πανί ευτελούς ποιότητας, τόσο κακής που αν και μαύρου χρώματος έμοιαζε σα διαφανές. Μια νύχτα εγκατέλειψε το μαγαζί του και άφησε μέσα σ` αυτό τους τόμους της Εγκυκλοπαίδειας–ευτυχώς βιβλιοδετημένους- μαζί με μια πρέσα βιβλιοδεσίας που είχε πάνω της ένα σημείωμα:“Η πρέσα για το δέρμα”.Ο πατέρας περιχαρής δέχτηκε την απληστία του βιβλιοδέτη και φυσικά κράτησε τη πρέσα ως αντάλ-λαγμα` πιθανόν να του ήταν χρήσιμη για να πρεσάρει τις ζώνες. Έτσι έφερε στο σπίτι ολοκληρωμένη την δωδεκάτομη Εγκυκλοπαίδεια με πλάτες από δέρμα άριστης ποιότητας και εξώφυλλα που ήδη είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στις γωνίες τους, αφού ήταν από ύφασμα της χειρίστης ποιότητας.
Το καινούργιο τους σπίτι , ένα μικρό διαμέρισμα από αυτά που συνήθως χρησιμοποιούν οι φοιτητές για να διαμένουν κατά την περίοδο των σπουδών τους , δεν διέθετε σαφώς καμιά άνεση, αλλά και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε σπατάλες για έπιπλα ή άλλα είδη διευκόλυνσης της διαβίωσης σ` ένα τόσο μικρό και κακοφτιαγμένο σπίτι , όπως θα ήταν στη περίπτωση αυτή μια βιβλιοθήκη.Υπήρχε μόνο μια ντουλάπα , από αυτές που έχουν πρόσοψη από καπλαμά και εσωτερικά έχουν για πλάτη και πλευρά τον τοίχο, μπογιατισμένο με υδρόχρωμα: βάζοντας τα ρούχα μέσα σ` αυτή ντουλάπα χρειάζεται βγάζοντάς τα, πάντα να τα βουρτσίζεις. Η ντουλάπα αυτή μέσα στην πολυτέλεια της διέθετε και πατάρι.Τα δυο κορίτσια ανέβασαν προσεχτικά τους τόμους με τη σειρά , σ` έναν ελάχιστο χώρο στο πατάρι, ανάμεσα σε κουβέρτες κι άλλα είδη εκτός της τρέχουσας εποχής . Έφτιαξαν κι έναν κατάλογο με τα περιεχόμενα του κάθε τόμου και τον κόλλησαν στο εσώφυλλο της ντουλάπας , ώστε να μην χρειάζεται να κατεβάζουν όλους τους τόμους , για τον συγκεκριμένο που θα απαιτούσε η σχολική τους εργασία
Μέσα στη βιασύνη του να δραπετεύσει είχε ξεχά-σει ο βιβλιοδέτης να βάλει αρχικά στους τόμους και το μόνο που είχε στοιχειωδώς πράξει για την εξυπηρέτηση του αναγνώστη ήταν να αριθμήσει τους τόμους, με αριθ-μούς χωρίς χρώμα, που τους χτύπησε στην πλάτη μ` έναν ζουμπά. Προς τούτο ο πατέρας έφτιαξε μια δική του πατέντα,ώστε να μπορεί να επανατυπώσει με χρυσομπο-γιά τους αριθμούς για να είναι ορατοί. Του είχαν απομείνει κάποιες ζελατίνες, από αυτές που τύπωνε τη φίρμα του στα χειροποίητα παπούτσια.
Κάθε φορά που τα κορίτσια χρειάζονταν την εγκυκλοπαίδεια ανέβαινε η Μαργαρίτα σαν πιο μικρό-σωμη που ήταν σε μια μεταλλική σκάλα κι έψαχνε τον αντίστοιχο τόμο , ενώ η αδελφή της περίμενε από κάτω να τον πάρει , γιατί ήταν βαρύς και με δυσκολία θα μπορούσε ένα οκτάχρονο παιδί να κατεβεί τα σκαλοπά-τια της παλιάς σκάλας με τον τόμο παραμάσχαλα.Όλη η διαδικασία του ανέβα-κατέβα αλλά και της διερεύνησης των λημμάτων της εγκυκλοπαίδειας τους είχε γίνει κάτι σαν παιχνίδι: ώρες ατέλειωτες χάνονταν μέσα σ` αυτά .Μερικές φορές επιβάλλονταν και η χρήσης του λεξικού , γιατί η εγκυκλοπαίδεια ήταν γραμμένη στην αρχαΐζουσα καθαρεύουσα. Τα κορίτσια είχαν μόλις αρχίσει να διδάσκονται τη γραμματική της Νέας ελληνικής γλώσσας.
Χρησιμοποιώντας κάποιες από τις οικονομίες τους και αφού κι οι δυο τους υποσχέθηκαν ότι δεν θα έκαναν ούτε νύξη για αγορά ποδηλάτου , μιας και δεν υπήρχε χώρος για παιχνίδι στο κέντρο της μεγαλούπολης όπου διέμεναν, αγόρασαν κάποια μέρα μια φθηνή καινούργια βιβλιοθήκη από την οδό Τοσίτσα, που ως γνωστό γίνονται τακτικά εκποιήσεις κι έτσι η εγκυκλοπαίδεια απέκτησε την πραγματική της διάσταση , αφού χωρούσε ακριβώς στο μεγαλύτερό της ράφι. Τα κορίτσια είχαν στο μεταξύ μεγαλώσει και μπορούσαν να επισκέπτονται τη δανειστική βιβλιοθήκη της Χ.Α.Ν.Θ, γιατί οι ανάγκες τους σε γνώσεις και πληροφορίες πολλαπλασιάζονταν ραγδαία και η εγκυκλοπαίδεια πια από μόνη της δεν μπορούσε πια να τις καλύψει.Από τότε χρειάστηκε να αγοράσουν άλλες δύο βιβλιοθήκες για να φιλοξενηθούν τα βιβλία τους, που στο μεταξύ είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται με ρυθμό απρόβλεπτο: τα πανεπιστημιακά τους βιβλία, τόσο τα πολυτεχνειακά της Μαργαρίτας όσο και τα λογοτεχνικά της αδελφής της ήταν πολύ χωροβόρα. Μετά από αρκετά πάλι χρόνια η καθεμιά από τις αδελφές αναζήτησε το δικό της δρόμο: δημιούργησαν δικά τους σπίτια , οικογένειες κι όπως ήταν φυσικό και δικές τους βιβλιοθήκες απαρνούμενες αυτές του πατρικού σπιτιού.
Εδώ και χρόνια την τυραννούσε το στίγμα της εγκυκλοπαίδειας αυτής. Δεν είναι ούτε σε χαρτί ιλουστρασιόν τυπωμένη, ούτε καλοδεμένη είναι, μα ούτε και διαθέτει περιττά στολίδια, πολύχρωμους χάρτες ή τρισδιάστατες εικόνες. Μέσα όμως από την εξερεύνησή της έφτασε στη γνώση, όχι σ` αυτή που κάνει τα παιδιά “κινητές εγκυκλοπαίδειες” ή στείρους απομνημονευτές. Περιπλανήθηκε συχνά μέσα στα λήμματα για τους αρχαίους σοφούς, τα μαθηματικά, τις τέχνες , τις μοντέρνες επιστήμες. Η σχέση της με την Εγκυκλοπαίδεια της φαινόταν μαγική. Μεταμορφώνονταν κάθε φορά που άνοιγε τα φύλλα της και εισχωρούσε στα λήμματα. Μα…δεν την είχε πια.Τις προάλλες ψάχνοντας στις μικρές αγγελίες για κάποια προς ανοικοδόμηση οικόπεδα , ήρθε στα χέρια της τυχαία μια αγγελία από τη στήλη “ΒΙΒΛΙΑ”, πως την πουλούσαν προς τέσσερα ευρώ τον τόμο. Ο κύριος που την πληροφόρησε στο τηλέφωνο για την εγκυκλοπαίδεια, τη ρώτησε χωρίς περιστροφές τον λόγο που την ήθελε, αφού κανείς εκτός του χώρου των φιλολόγων δεν θα μπορούσε να την διαβάσει πια χωρίς τη χρήση του λεξικού κι ίσως κάποιος συλλέκτης να ενδιαφέρονταν αλλά και αυτό φάνταζε… χλωμό. Την ενημέρωσε ακόμη, πως ούτε το δημοτικό σχολείο της γειτονιάς του τη δέχτηκε, όπου προθυμοποιήθηκε να τη χαρίσει, γιατί κανείς δάσκαλος ούτε μαθητής ήταν διατεθειμένος να εμπλακεί στον κυκεώνα της μετάφρασης των λημμάτων της . Ο ίδιος-καθηγητής μαθηματικός -της τόνισε πως εκποιεί την εγκυκλοπαίδεια στην εξευτελιστική τιμή των πενήντα ευρώ, λόγω της προόδου των καιρών μας: “cd-rom, Internet..”διατάθηκε. Σα να μη κατείχε αυτή καλά τα θέματα της προόδου ως τεχνοκράτης που είναι.“Πράγματι εξευτελισμός …”σιγομουρμούρισε η Μαργα-ρίτα μην αντέχοντας να τη βλέπει νοερά, σκονισμένη και στοιβαγμένη, σχεδόν για πέταμα κι αμέσως έτρεξε να την παραλάβει παρά την καταρρακτώδη βροχή που έρριχνε.Ο άνθρωπος αυτός είχε φροντίσει να της προμηθεύσει ως κι ένα τσουβάλι για να μπορεί να γίνει άμεσα η μεταφορά της. “Ένα τσουβάλι γνώση” είπε αστειευόμενη η Μαργαρίτα αποχωρώντας.Θα ήταν ίσως αδικία και χαραγματιά μεγάλη στη ζωή της Μαργαρίτας, που πάντοτε πίστευε στη Θεία Δίκη , αν δεν κατάφερνε να την κάνει και πάλι δική της : να την έχει για να της ζεσταίνει τη καρδία και να της θυμίζει την αξία της γνώσης , μα κυρίως αυτή της αυτογνωσίας, στην ενότητα της ζωής του ανθρώπου με τη ψυχή του, στη σύνδεση αυτή του ανθρώπου με τον ουρανό.
ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ (2005-2006)
ΜΟΝΑΞΙΑ
Μοναξιά
έχεις τον πιο ωραίο ήχο,
στη σιωπή ακούς το χτύπο
της καρδιάς.
Ποιος θυμάται, ποιος ξεχνάει,
η ψυχή ποιον λαχταράει,
εσύ το δείχνεις...
Μοναξιά
είσαι η μόνη συντροφιά μου,
μυρωδιά απ` τα παλιά μου,
μη ρωτάς:
τι αφήνω, τι μου λείπει,
ποιος μου διώχνει αυτή τη λύπη,
εσύ μονάχα...
Μοναξιά
δική μου αγκάλη,
του κορμιού μου περιγιάλι,
έχεις τον πιο ωραίο τρόπο
ν` απαντάς:
ποιος θυμάται, ποιος ξεχνάει,
δεν πονάει
ποιος δεν νοιάζεται για μας...
ΜΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙΣ
Εσύ, μη μου απελπίζεσαι
σ` αυτούς τους δύσκολους καιρούς,
στις μπόρες μη λυγίζεσαι,
έχει ο καιρός γυρίσματα,
θα φέρει κεραυνούς.
Εσύ, μη μου τσακίζεσαι,
στο γκρίζο παρελθόν,
στο μέλλον μη συνθλίβεσαι,
σήκωσ` αντένα, βάλε άλμπουρο,
μόνο ζήσε το παρόν.
Εσύ μη μου ζορίζεσαι,
μ` εκείνα και μ` εκείνα`
στα ύψη μη ζαλίζεσαι,
ουράνιο τόξο επτάχρωμο
θα `βγει απ` τη καταιγίδα.
Εσύ, μη μου αναλώνεσαι
σε στόχους τόσο μακρινούς`
βρες μόνο πού πληγώνεσαι,
αρκούν τα τόσα πάθη μας,
απ` ανθρώπους κοντινούς…
ΣΙΩΠΗ
Η σιωπή σου αυτό μου λέει,
που η φωνή δεν το μπορεί`
κάτι μέσα σου να! κλαίει
κι η καρδιά δεν το κρατεί.
Η απόσταση μεγάλη
-όχι η χιλιομετρική-
πλησιάζω μα, σκανδάλη
μου πατάς στην κεφαλή.
Κάνω βήματα πιο πίσω,
πάλι περισυλλογή,
πόσο θέλω να ακούσω
τη μπριόζα σου φωνή.
Επτασφράγιστος:
ανοίγω μία-μία κλειδωνιά`
κάθε τόσο και μια άλλη,
το κλειδί στη κλειδαριά.
Επιτέλους να! σε βρίσκω:
έχεις βγεί απ` τη σιωπή`
τώρα σου μιλώ με ρίσκο.
Τι γλυκιά που` ναι η φωνή!
ΚΩΔΙΚΑΣ
Μίλια πολλά περπάτησα
να φτάσω στη σπηλιά σου,
όμως δεν βρήκα γέφυρα,
μήτε και τα σκαριά σου.
Τα πήρες κι έφυγες μακριά,
μάταια ψάχνω ακόμη,
με κύματα παλεύοντας,
μόνη χωρίς τιμόνι.
Κι αν στη σπηλιά ανέβηκα
σημάδια σου για να `βρω
έκπληκτη μπρος τους βρέθηκα:
το χρώμα μόνο μαύρο
στις γραφές σου κώδικα
αδιάβαστο είχες βάλει
κι είπα: «να δεις προδόθηκα,
το σκότος πού θα βγάλει;»
Κι όπως εσύ εγύρναγες,
εγώ πάλι πορευόμουν`
τον κώδικα ψιθύριζες
κι εγώ αναρωτιόμουν…
Τι κρίμα!Δεν μπορέσαμε
το κώδικα να βρούμε.
Τα κύματα πλημμύρισαν…
Πού τόπος να σταθούμε;
ΕΜΑΘΕΣ Ν` ΑΓΓΙΖΕΙΣ
Χρόνια και χρόνια προσπαθώ
να μάθω την αγάπη,
όμως πότε πληγώνομαι
και πότε κάνω λάθη.
Ως τώρα δεν εμπόρεσα
να βρω χωρίς να πάθω,
αγάπη τι θα πει ακριβώς,
απ` τη ρίζα να το μάθω.
Ίσως γιατί δεν έτυχε
βαθιά να σε αγγίξω,
αφού ποτέ δεν ήθελα,
εμένα να πληγώσω.
Μα τώρα ξέρω, έμαθα
τι θα πει αγάπη
αν κάθε μέρα συγχωρώ
τα δικά σου λάθη,
κι αν εσύ μπορούσες μια φορά
εμένα να `σχωρέσεις
τότε και συ θα μάθαινες
τρόπους να μη πονέσεις.
Και κάθε πόνος θα` τανε
μια γιορτή αγάπης,
τόσο απλό ειν` το μυστικό,
πότε θα το μάθεις;
Κρύο το βράδυ αγάπη μου,
οι νύχτες μοιάζαν γκρίζες!
Επιτέλους μάτια μου
έμαθες, ν` αγγίζεις!
Με αγάπη σου φιλώ
τα γλυκά σου μάτια.
Είν` πόνος πιο γλυκός,
της καρδιάς τα πάθια….
ΜΑΖΙ
Μη με βγάλεις
απ` τη μοναξιά μου,
αν δεν μπορείς
σιωπή να μου χαρίσεις.
Μην με τραβάς
απ`το πυθμένα μου
στην επιφάνεια,
αν στα ουράνια
δεν μπορείς κι εσύ
να περπατήσεις.
Μη μου δωρίσεις
αγάπη περισσή,
γιατί με πόνο δυνατό
θε να ντυθεί…
Θα τσακιστείς,
αν τη ψυχή σου
μου ανοίξεις,
δίχως να καταφέρεις
μέσα μου ν` αναδυθείς.
Θα πονέσεις,
αν δεν μπορέσεις
εμένα, μέσα σου
να συγχωρήσεις,
αν δεν γνωρίζεις
τον εαυτό σου,
πάλι και πάλι ν` αγαπάς.
Θα περπατάς μονάχη:
για λίγο μόνο μαζί
θα πορευτούμε`
κι εκεί που θα συναντηθούμε
και πάλι μόνες
τη δική μας πορεία
θα τραβήξουμε…
ΑΠ` ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΟ ΕΜΕΙΣ (2004-2005)
ΑΓΑΠΗ ΑΠΟΜΑΚΡΗ
Κι εγώ που νόμιζα,
πως η αγάπη χρόνια ζει
κι ανανεώνεται`
πως ό,τι ζήσαμε
εμάς ακολουθεί
κι ολοκληρώνεται.
Κι εγώ που νόμιζα,
πως η αγάπη μας ωθεί
σε τόσα άλλα,
που μοιάζουν ακατόρθωτα,
πολύ μεγάλα…
Λες να γελάστηκα,
που πίστεψα σε σένα
κι ονειρεύτηκα;
Πόσο κουράστηκα,
μάτια μου λατρεμένα,
μακριά σου χάθηκα.
Κι εγώ που νόμιζα,
πως έφυγες μακριά
κι έτσι ξεχάστηκα`
πως τα καράβια,
αγάπες κουβαλούν,
όμως γελάστηκα.
Η μνήμη μας ορθώνεται
εκεί που θέλουμε,
να μη τη δούμε:
εικόνες φέρνει,
η ψυχή λυτρώνεται
κι εμείς πονούμε…
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΑ
Μη με κρατάς σφιχτά
στην αγκαλιά σου-σ` αγαπώ !
μην καρτεράς
συνέχεια τη ματιά μου-θα χαθώ !
Αισθάνομαι αδύναμη,
όταν τα πάντα μου σου δίνω`
αισθάνομαι περήφανη,
όταν μπορώκαι μέσα μου να σκύβω.
Επειδή σ` αγαπώ,
μυστικά αποτραβιέμαι`
για να μη τον εαυτό μου μισώ,
που βαριέμαι.
Επειδή σ` αγαπώ,
με στίχους τη ζωή ζωγραφίζω,
μέσα μου σκύβω
και τη ψυχή μου αγγίζω.
Επειδή σ` αγαπώ,
τα βιβλία ξαναπιάνω,
τις λύπες μου ξεχνώ
κι όταν ανασάνω,
δίπλα σου είμαι
και πάλι πιστή,
στην αγκαλιά σου,
στα φιλιά σου,
στην κοινή μας ζωή !
ΤΑ Σ` ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΑ
Τα σ` αγαπώ που σου `στειλα
σε γράμμα τυλιγμένα,
ο ταχυδρόμος τ` άφησε
στο πρώτο το σκαλί`
στη σκάλα που ανέβαινες
με μάτια κουρασμένα,
δεν είδες τίνος γράμματα
μεμιάς ποδοπατείς.
Το γράμμα εκεί απόμεινε
στη ξύλινη τη σκάλα
και τους τριγμούς ακούγοντας
δυο σκαλιά παρακαλεί
μη τύχει κι ακούσουνε
της γραφής το κλάμα,
όταν το ποδαράκι σου
τα ξανακατεβεί.
Στο γράμμα μου το σ` αγαπώ
σου το `χα χαραγμένο`
καιρός πολύς που πέρασε
κι ακόμα σε προσμένω…
ΜΙΚΡΗ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΓΙΝΟΜΑΙ
Μικρή μαζί σου γίνομαι,
τα χρόνια μου ξεχνώ
τα κουρασμένα`
σ` όνειρα αφήνομαι,
στα σύννεφα πετώ
μαζί με σένα.
Απ` τη θωριά σου νιάτα παίρνω
στην άγονη τη ζήση μου τα ξανασπέρνω.
Της νιότης μου συμπάθειες
ξαναθυμάμαι και πάλι ελπίζω`
ανεκπλήρωτες προσπάθειες,
μα δε λυπάμαι σαν σ` αντικρίζω.
Κοντά μου μείνε
για μια στιγμή ακόμη,
το θέλω ειλικρινά πολύ !
Απόψε που η μοναξιά μου
με πληγώνει
μείνε για λίγο ακόμη,
για μια στιγμή…
ΒΡΑΔΙΑ
Κάτι θα την πονέσει
απόψε τη βραδιά`
αν κάποιο αστέρι πέσει
κατ` απ` τη χουρμαδιά,
δεν θα `ναι το δικό μου
-που σ` άλλους γαλαξίες ταξιδεύει.
Κι αν έχει απόψε ξαστεριά
κανέν` αστέρι
για μένα δεν ξοδεύει.
Το φεγγάρι σα σπασμένο δαχτυλίδι
ο ουρανός μ` άστρα το `χει δέσει`
ψεύτρα κι ακαμάτρα η σελήνη:
θα το χάσει, θα του πέσει.
Κάτι θα την αλλάξει
απόψε τη νυχτιά`
αν νοτίσει μια σταλιά,
έστω λίγο αν θα βρέξει,
κάτω απ` την ομπρέλα θα κρατώ
την αγρύπνια μου
για μια σου μόνο λέξη.
Φρόνιμοι οι θόρυβοι στο σπίτι,
το σώμα μου φορά
τη βραδινή μου όψη,
μακάρι να` ταν ένα παραμύθι
πως δεν είσαι πάλι
εδώ απόψε!
Κάτι θα τη φωτίσει
απόψε τη βραδιά`
οι θόρυβοι παίζουνε
κρυφτό στην πόρτα.
Ανοίγω να περάσει
ο αγέρας πρώτα
και για το καλεσμένο μου
ανάβω δυνατά όλα τα φώτα.
Το φεγγάρι σαν ολόγιομο στολίδι,
ποιος τρελός, το φοράει στη μέση `
ψεύτρα κι ακαμάτρα η σελήνη,
με το φως της μ` έχει δέσει.
ΧΕΡΙΑ
Κολλημένοι στις ίδιες κινήσεις,
που τα χέρια καιρό συνηθίσανε,
για καινούργιες ριγάς συγκινήσεις,
μα της καρδιάς σου τα φύλλα ξεφτίσανε.
Τα χέρια είναι πιο πρωτοπόρα,
απ` τη καρδιά στ` αμέτρητα λάθη της`
το χάδι μου στέλνει μια μπόρα
στης ψυχής σου τ` αμέτρητα βάθη της.
Με τις ίδιες , δικές της κινήσεις
που σκιρτά η καρδιά σου όταν φεύγω,
το χάδι μου ζητώ να μετρήσεις
του χεριού μου που λέει πως μένω.
Στη βαθιά μου αλλαγή της συγγνώμης,
της ψυχής που σε νιώθει πηγαίνω`
μες το χάδι, που σ` αγγίζει ιδρώνεις
του χεριού ,που επιμένει πως μένω.
Τα χέρια είναι πιο γρήγορα
απ` τη καρδιά στ` αμέτρητα πάθη της`
τα χάδια μου είναι παρήγορα
για της ψυχής σου τ` αδιάκοπο δάκρυ της…
ΜΑΤΙΑ
Οι άνθρωποι που γνώριζα,
δεν κοίταζαν στα μάτια,
τα χέρια μόνο τέντωναν
και βαδίζοντας τυφλά,
τις χούφτες τους ανοίγανε,
σαν έρχονταν σε μένα,
μα δεν πλησίαζαν
πάρα πολύ κοντά.
Μόλις τις χούφτες γέμιζα
μ` αμέτρητη αγάπη,
τα χέρια πίσω παίρνανε,
με βιάση περισσή
μη τύχει και τους κλέψουνε
την ελεημοσύνη,
χέρια που ποτέ
δεν είχαν αγγιχτεί.
Άλλους πάλι γνώριζα
που κοίταζαν στο σώμα,
και χάδια μόνον ζήταγαν
και περιττά φιλιά
και μόλις μου τα παίρνανε
άλλα σώματα κοιτούσαν,
πέτρα η κάθε μια
αχόρταγη αγκαλιά.
Εσένα μόλις γνώρισα
με κοίταξες στα μάτια
και χούφτες δεν ανοίξανε
μήτε χέρια βιαστικά,
τους οβολούς μετρήσανε
-μονάχα αυτά δακρύσανε-
κι οι ψυχές κομμάτια,
στ` ουράνια περπατήσανε
σ` ανείπωτη χαρά.
Μ` ήλιους και άστρα ενώθηκαν
σε μύριους γαλαξίες,
από κει εκσφενδονίστηκαν
σε πύλη θεϊκή,
και πάλι ξεχωρίσανε
το ένα γίναν δύο
στα σώματα γυρίζοντας
όπου` χαν χωριστεί.
Ποτέ ξανά δεν γνώρισα
ανθρώπους σαν εσένα
που μόνο μάτια είχανε
και κοίταζαν βαθιά,
έτσι σε μένα μείνανε
βαθιά απωθημένα,
στα μάτια μόνο να κοιτώ
κι όχι στην αγκαλιά
ΣΧΟΛΗ ΓΟΝΕΩΝ (2000-2004)
PUZZLE
Δε θέλω,σε κομμάτια εσύ να κόβεσαι
κι ένα κομμάτι να μου δίνεις,
ένα που μου ταιριάζει να σου παίρνω`
σε θέλω άνθρωπο ολόκληρο:
κάτοπτρο γυαλιστερό απέναντι να σ` έχω,
όχι σπασμένο,
κομματιαστή να βλέπω τη μορφή μου μέσα του`
τέτοιον καθρέφτη δεν μπορώ, γιατί αρρωσταίνω.
Τα ιμάτιά σου εγώ, σε κλήρο δεν τα ρίχνω:
λίγη ματιά σήμερα να κληρώνω, αύριο μισή φωνή να δίνω
και μεθαύριο τη ζεστασιά να παραδίνω
απ` άγγιγμα στιγμής -όλα κομμάτια της δικής μου της ψυχής.
Κομμάτια εγώ δεν εκποιώ:
ολόκληρο τον εαυτό μου, στο Σταυρό τον στήνω.
Της θεομηνίας τα έργα μου που έπληξα,
με μέτρα ανθρώπινα -κομματιαστά-
βλάβες δεν θα μετρήσω`
καλύτερα, χαντάκια μέσα μου σκαμμένα ν αφήσω
Με μέτρα ολόκληρα ,τον εαυτόν μου να! μετρώ:
έτσι μετρώ κι εσένα.
Εσύ, κομμάτια που μου δίνεσαι,
με ποια δικά μου να σε συμπληρώσω;
Λίγα από μένα μόνο ζήτησες !
Κι εγώ που σκόπευα όλο τον εαυτόν μου
να σου δώσω…
BEST-SELLER
Στη γωνία έχω στημένο,
λίγο χρόνο μου κλεμμένο
και θα σου τον τουφεκίσω:
έτσι, ελπίζω να σε συναντήσω
-γιατί υπό κανονικές συνθήκες
(τα ξέρεις, στα `χω πει )
χρόνο δεν έχω, να σου χαρίσω…
Πού να στα λέω !
Για τούτη τη συνάντηση
σου πήρα μίαν έκδοση
-ευτυχώς που δεν χαλάει,
ώστε να μην φανεί
του χρόνου η αλλοίωση.
Κάπου θα σε πετύχω!
αυτό το «θα τα πούμε σύντομα»
που από πέρυσι σ` αγόρασα,
εφέτος κατά σύμπτωση
έγινε best-seller.
Πουλιέται διαρκώς η απόσταση,
σε διάφανη συσκευασία του ξεχνιέσαι…
ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
Οι λέξεις που κυλάνε σε τροχιές,
το μύθο τους σπρώχνοντας να προχωρήσει,
έχουνε μνήμη μεγαλύτερη απ` το χτες
που η σκέψη δεν μπορεί να συγκρατήσει.
Όταν η γλώσσα δεν ακολουθεί
τον αργό των στερεότυπων ρυθμό,
μ` άλλα λόγια ζητά να ειπωθεί
δανεικά, απ` έναν άλλον εαυτό:
τον δικό σου που εντός μου ζει,
που στη δική σου γλώσσα μου μιλά`
ώσπου η δική μου μνήμη να σβηστεί
κι απ` τη δική σου λέξεις να γεννά.
Κανείς ποτέ -μ` όλες τις φήμες-
ποιες λέξεις ήρθαν δεν θα μάθει`
μιλώ με τις δικές σου λέξεων-μνήμες
σε γλωσσικό ακροπατώντας μονοπάτι.
Μες τις δικές σου λέξεις μη πνιγείς`
να ! γυρίζω πάλι τη σελίδα:
δικές μου λέξεις σου δίνω για να πεις,
κάθε μου λέξη μια μικρούλα καρδερίνα,
μεταμορφώνει τον τρόπο σου ν` αντιληφθείς.
Σα τη δική μου γλώσσα δεν καταλαβαίνεις,
απ` τη δική σου λέξεις νέες επινοώ`
δεν μεταφράζω των συμβόλων την ασκήμια
λέξεις-ασήμια στο δέντρο μας κρεμώ.
Σ` ευχαριστώ: απ` τη γλώσσα σου
το παίρνω και πάλι στο γυρνώ,
ό,τι μου μαθες σου ξαναδίνω,
μες τις δικες σου λέξεις σεργιανώ !
Το κουτί των οραμάτων μου θ` ανοίξω
με γνώση, απ` άλλων κόσμων τη ζωή`
στα παραθύρια τις κουρτίνες θα τραβήξω
έξω φωνάζοντας, ό,τι εντός μου έχει γραφεί.
Α Ν Α Χ Ω Ρ Ο Υ Μ Ε
Νιάτα, πώς ξεφύγατε
απ` το αιώνιο παρελθόν
-που φυλακή στις πράξεις
και στο σώμα στέκεται;
πώς βέλη εξακοντίσατε
στ` αέναο παρόν,
πώς στη φαρέτρα σας
τα βέλη βρήκατε;
Το δράκο-που το σώμα
και το πνεύμα σας φυλάκιζε-
καρτερικά παραπλανώντας
πώς σκοτώσατε;
μ` άλματα απροσπέραστα
γλιτώσατε,
στις Συμπληγάδες
που εμπρός ορθώσατε.
Πού βρήκατε την αντοχή,
το μέλλον να σηκώσετε
στους ώμους;
πώς δώσατε-χωρίς να λάβετε-
περιορισμένοι
σ` αυστηρούς τους νόμους;
Αχ ! καρδιά σαν συλλογίζεσαι
αυτά τα νιάτα τα δραστήρια,
στους πίσω χρόνους ανατρέχεις
και λύνεις όλα τα μυστήρια !
Είναι τα νιάτα μια αμαξοστοιχία
στις ράγες ορμητικά π` αναχωρεί:
πετ` από πάνω σου τη δυστυχία
κι ανέβα οπου σου βρεθεί!
Όπου τα νιάτα κι αν τα συναντούμε,
ασυγκράτητ` η ψυχή σ` ένα βαγόνι μπαίνει`
είν` η ζωή μ` αυτά δεμένη`
βάστα καρδιά κι αναχωρούμε !
Α Ν Ε Ι Π Ω Τ Α
Τ` ανείπωτα, το χιόνι τα`θαψε
στο βάθος της αυλής`
μες τις πευκοβελόνες
του δάσους τα `κρυψε
τ` αγριοκαίρι.
Στους κρυσταλλένιους
των πλατανιών τους κλώνους ,
ασήμι τ`ανείπωτα
μες τις κουφάλες κρύβονται:
στης ρεματιάς κυλώντας,
χάνονται τ` αγκάλι.
Ο τσαλαπετεινός στ` ανείπωτα
το ράμφος του βουτά`
πετώντας, μες το σύννεφο
τα κρύβει`
κι αυτό στ` ηλιοβασίλεμα τα δίνει.
Ροδαλές αχτίδες του πρωϊνού
τ` ανείπωτα μας στέλνουν`
ο κούκος πλάϊ μας τα λαλεί,
τ` αγέρι μες τα αφτιά μας
τα σφυρίζει`
με ψιθύρους, στης φύσης
το γάμο μας καλεί !
Τ` ανείπωτα,
που μου` πε αυτό τ` αγέρι,
μες το χιονιά τα ξανασκόρπισε
τ` αγριοκαίρι...
ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Έτσι γράφονται τα ποιήματα:
με πόνο ξετυλίγουν στο χαρτί
και το μελάνι ξεπηδά από δάκρυα`
κάτι απ` τη ψυχή σου θα φανερωθεί.
Έτσι στέλνονται μηνύματα:
τη πόρτα σου χτυπάνε το πρωί
οι ηλιαχτίδες,
που γλιστράν απ` τα παράθυρα`
στο δώμα σου το φως να ξεχυθεί.
Ως πότε ακόμη,
τον εαυτό σου θα φοβάσαι,
γιατί τις άφατες τις τάσεις φανερώνει`
για πόσο ακόμη,
τις νυχτιές δεν θα κοιμάσαι,
ως να παραδεχτείς όσα σου δηλώνει.
Τα πρόσωπά σου άπειρα
-όσα τα` αστέρια-
απ` τον ουρανό ξεχύνονται,
σου απλώνουν μύρια χέρια:
σε μιαν ενότητα,
είν` όλα τους κρυμένα,
σ` αρχέγονες μορφές
εκεί ψηλά γραμμένα.
Στον κόσμο, με προορισμό,
είσ` εν δυνάμει θείο πλάσμα:
των μορφών σου βρες τον αριθμό,
φανέρωσε της φύσης σου το φάσμα…
ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Όποιος θανάτους έχει ζήσει,
τα νήματα του παρελθόντος
δεν θα τα κρατήσει:
προτού η αυλαία κλείσει,
απ` τις κλωστές ξεκόβει
και χειροκροτεί,
αυτά που ως τώρα έχει ποθήσει.
Τη γέφυρα του μέλλοντος γκρεμίζει:
άχρηστα μολύβια και προσχέδια
δεν κρατά`
συθέμελα τα βάθρα της δυναμιτίζει
και για σκουπίδια τα υλικά πετά.
Το τώρα στίγμα μόνο δίνει,
το παρελθόν κρύβει μια νοσταλγία`
όσα δεν έζησες σου δείχνει,
τη ρότα σου χαράζει με μαγεία.
Αυτή δεν έχει πιά συντεταγμένες:
ακυβέρνητο ταλανίζει το σκαφί
πότε μ` άμπωτη ή πλημμυρίδα
προχωράει δίχως να σκεφτεί !
Των λογικών τα λογικά παιδιά,
τρέλλα θα το `λεγαν
στο κύμα δίχως ρότα,
ανελέητα εγκαταλείπεις τα κουπιά
και να γυρίζεις στ` όνειρα,
τα πρώτα - πρώτα:
τότε που τόλμησες στ` αστέρια ν` ανεβείς
και με προοπτική τη γη σου να κοιτάξεις
σ` αρχέγονη το χέρι δίνοντας μορφή,
μέσα σε μύριους ήλιους να πετάξεις.
Τη διαφορά θα τη πληρώσεις
-δεν μπορεί ! –
εσύ που απ` τα πλήθη θέλεις να ξεφύγεις,
με μοναξιά κι απόμακρη ζωή,
μες τους πολλούς έχεις ταχθεί να ξεχωρίζεις.
Το θάνατο έχεις φίλο σου πιστό
πότε έρχεται και πότε πάλι φεύγει`
συχνά σου ψιθυρίζει μυστικά
πως τίποτε αναλλοίωτο δεν μένει.
Όποιος το θάνατο έχει στα μάτια δει
πορεία ν` αλλάξει δεν θα φοβηθεί:
βαθειά τη σιγουριά του να ταράξει
και σ` άλλους κόσμους να πετάξει.
ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ
Σου στέλνω γράμματα
που μένουν αναπάντητα`
δεν λέω γιατί το κάνεις
μα, τι άραγε να κάνεις;
Σου γράφω ποιήματα:
δεν μένουνε αδιάβαστα`
μέσα μου νιώθω
το λυγμό που βγάζεις,
όταν πάλι και πάλι
τα διαβάζεις.
Πονάει, με κλάματα
όταν μέσα σου ρωτάς,
γι αυτό στα γράμματα
δεν απαντάς.
Τα γράμματα αναπάντητα
να μείνουν πέπρωται`
στον εαυτό ,κανείς ποτέ
δεν απαντάει.
Τα ποήματα θα εξηγηθούν
μέσα σου κάποτε`
τι θ` απαντήσεις στον εαυτό,
για όσα σε ρωτάει;
ΑΣΕ `ΜΕΝΑ ΝΑ ΞΕΡΩ
Μου λες πως δεν έχουμε φίλους,
μόνοι στο κόσμο κινάμε`
άλλοι αν ζούνε σε κάστρα με πύργους
εμείς μοναχά αγαπάμε!
Το χέρι σου δώσ` μου και να` μαι
συνοδοιπόρος σ` αυτή τη στροφή`
όνειρα μοιράσου μαζί μου κι ας πάμε,
ας νιώσουμε αντάμα στιγμή τη στιγμή.
Ο κόσμος καλύτερος δείχνει:
η πλάση χαρούμενη, ο ήλιος λαμπρός`
μέσα μου νιώθω γαλήνη,
καθένας, δικός μου αδελφός.
Μακριά σου τι θα καταφέρω;
Πόσα μου δίνεις, άσε ‘μένα να ξέρω!
Μου λες πως πάλι θα φύγεις
-ξάφνου όπως ήρθες ένα πρωινό-
στους στόχους σου πια καταλήγεις,
το μαντήλι κι εγώ σου κουνώ.
Υπέροχη ήταν αυτή η διαδρομή:
όπου το τέλος, εκεί κι η αρχή…
Στη γιορτή μου λουλούδια σε μένα θα φέρω.
Πόσα μου `δωσες ! άσε `μένα να ξέρω…
ΠΙΣΤΗ ΨΥΧΗ (1994-1998)
ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Σήμερα ,αν θα σε δω,
να μη φορέσεις
το πρόσωπο το γιορτινό,
για να μ` αρέσεις.
Σε είδα σ` άλλες εποχές
-πότε καλές-
το πρόσωπό σου λαμπερό,
χωρίς πτυχές.
Σ` άλλες πάλι εποχές
-ψυχή φρικτές-
τα μάτια σου απόμακρα,
θύρες κλειστές.
Κι η φωνή σου χάλκινη,
στάζει αλμύρα`
της ψυχής η έπαρση
ρίχνει πλημμύρα.
Σήμερα , αν θα σε δω
στο `χω γραμμένο:
το βλέμμα σου το θλιβερό,
λησμονημένο.
ΤΟΥ ΒΑΡΚΑΡΗ
Ότι άσκοπα έφυγες
να μη θωρήσεις,
τους βάτους ότι πέρασες ,
δίχως να πατήσεις
το κέρμα δείχνοντας στο στόμα,
του βαρκάρη,
να σε περάσει απέναντι
σαν χάρη.
Ότι νερό κουβάλησες στη χούφτα
και μου `δωσες να πιω,
τον ύπνο ότι χάρισα
στη νύχτα
-καβάλησ` άστρο λαμπερό-
ότι το ίχνος
του πατέρα σου νωπό,
στις γούβες σου απ` τα πέλματα
στην άμμο μου πατώ,
ότι το τρόπο έδειξες
στις φλέβες να κυλά
-λεύτερο αίμα
σπάζοντας δεσμά-
είναι το κέρμα
που στο στόμα κουβαλάς
και που πληρώνει
αιώνια το βαρκάρη.
Κλείνω τα μάτια σου,
δωσ` μου τη χάρη,
να σεργιανίσω μες
της σκέψης σου το τρόμο,
να μη σταθώ, μα να διαβώ
του λυτρωμού
που ταξιδεύω χρόνο.
Φιλώ τα χέρια σου,
δώσ` μου το στάρι
-στου σεβασμού σου
τη σκιά που ζώ-
να ζήσω σπέρνοντας
και να χαθώ,
δείχνοντας όλο
και πιο μπροστά το δρόμο….
ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
Τι μας χρειάζονται αυτοί
που ζούνε μακριά μας,
που ανύποπτα επεμβαίνουνε
και κλέβουν τη χαρά μας;
Πρέπει ν` αλλάξουμε
τις σχέσεις μας,
μ` ανθρώπους
και πράγματα μικρά:
σ` αυτά,
αλλιώς το σώμα αντιδρά,
μα, η καρδιά είναι
που κλώνους φθείρει!
Σε λίγους μόνο
θα βρούμε τη χαρά:
Σ` αυτούς που δίνουν
και ζωή,
για μια αχτίδα στη ψυχή,
που δεν κρατούν
σφιχτά λογαριασμό,
που δαπανούν ζωή,
καρδιά και λογικό.
Αχ!.. Η ψυχή ειν` όμως
που πονά!
Το σώμα κι αν ξεχάσει,
η καρδιά κρατά`
κύκλος είναι,
θα περάσει:
θα κλείσει, θα τεντώσει,
θα λυγά.
Κι αν ίσως βρούμε
πάλι τη χαρά,
τότε στα πόδια
θα σταθούμε δυνατά`
κι αυτοί που έδωσαν
κάτι στη ψυχή μας,
αθόρυβα θα βγουν
απ` τη ζωή μας.
ΧΡΟΝΟΣ
Δεν είναι που φεύγει
ο χρόνος
και μας γερνά`
κι εμείς,
αμήχανοι στεκόμαστε:
μας προσπερνά.
Δεν είναι οι εποχές
που άλλοτε αλλάζουν`
μήπως φταίνε
τα μάτια μας
που αυτές
μας συναρπάζουν;
Ο Χρόνος είναι ακίνητος!
Εμείς είμαστε μικροί
κι ανύποπτα περνάμε:
γι` αυτό και τον μετράμε.
Ακίνητες είναι
κι οι εποχές`
εμείς
αλλιώς τις βλέπουμε:
πότε το καλοκαίρι
φέρνει
μια βαρυχειμωνιά
και πότε το φθινόπωρο
ξανοίγει τη καρδιά.
Δεν είναι που φεύγει
ο Χρόνος
και μας περνά!
Εμείς είμαστε
που φεύγουμε
κι Αυτός
μας αποχαιρετά!
ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ (1987-1992)
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ
Είμαστε από το ίδιο ξύλο,
αλλιώς κομένες στα νερά`
παραλληλα εγώ, όπως η ίνα,
στο κόντρα εσύ σαν το κορμό.
Κι έτσι μοιάζουμε αλλιώς,
μα έχουμε την ίδια μοίρα:
άλλος είναι κι ο καρπός,
άλλη στο κύμα μας η αλμύρα.
Εσύ μου μοιάζεις τολμηρή
και τη ζωή σου δεν ορίζω`
εγώ σου μοιάζω συνετή
και τη ψυχή μου στη χαρίζω.
Στο ίδιο δέντρο κι αν ανήκουμε,
ό,τι πετάς, εγώ το παίρνω`
μέσα σ’ αυτή την ανακύκλωση,
μες στη ζωή μας στίχους σπέρνω.
Κι αν μόνη είμαι τη βραδυά,
μοναχική κι εσύ αχτίδα,
φυλλομετρώ τα γηρατειά,
ψάχνεις σκιές μέσα στα σχοίνα.
Μας στοίβαξαν οι ξυλοκόποι,
στο ίδιο δάσος βουερά`
κι όπως ξαναγυρνούν οι χρόνοι,
«το μήλο πέφτει απ’ τη μηλιά»...
Η ΚΟΡΗ ΚΙ Ο ΓΙΟΣ ΣΟΥ
Μαγεύει η ζωή, στην ίδια μορφή`
σώμα παίρνει, σώμα δίνει,
αίμα πίνει, αίμα χύνει.
Ο γιός σου κι εσύ,όμοιος κύμα,
όμοιος αστρί,
-σα σταγόνα βροχής-
σε μαγεύει θαρρείς.
Η κόρη μου κι εγώ
-το σώμα που φορώ,
τα όνειρα ,οι ελπίδες
ζωής δροσοσταλίδες.
Πληρότητα φέρνουν,
το πόνο γλυκαίνουν`
στη δύση όταν γέρνεις,
μ’ άλλο άστρο θα φέγγεις.
Τα παιδιά μας κι εμείς,
μαρτυρίες ζωής:
μικρά ίχνη στη γη,
του σύμπαντος γλυκειά ροή !
ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ
Πήρα σκαφί, πήρα πανί και ψάχνω για λιμάνι,
ο δέλφινας στο δρόμο μου παρέα.
Τα κύματα με άνεμο μ` έριξαν,με μπάτη,
μα όταν τα μάτια άνοιξα ήμουν σε ξέρα.
Κι είδα τη πέτρα, είδα τη πίκρα, τη λησμονιά
την εγκατάλειψη, τη προσδοκία , τη λευτεριά.
Θέρισα στάρι, πήρα μια πέτρα κι ένα ξύλο:
στης Ανεμόεσσας τη πέτρα –γη γυρεύω μύλο`
και πέφτω ψάχνοντας και ψάχνω πέφτοντας
και προσδοκώ,
από ψηλά το Κάστρο απόρθητο να το φυλώ.
Κι είδα μυρμήγκια, είδα τερμίτες στάρι να τρώνε
τα σπλάχνα της πέτρα –γης να ξεπουλάνε.
Πήρα τη πέτρα, λήμνια γη κι ένα πανί
θα πλάσω μάτια ,θα πλάσω αυτιά κι ένα πουλί
να στείλω κήρυκα, να στείλω δέλφινακι ένα τελάλη,
σ` όλους να πει ,πως σαν το νησί, γη δεν είν` άλλη:
είναι η Ανεμόεσσα –η δική μας- είναι αυτή
είναι της μάνας και του μπαμπά μας η αρχή.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Θα θελα να ερχόσουν αγόρι του καλοκαιριού
-στεφανωμένο όπως είσαι με τα στάχυα
και τα μαλλιά πλεγμένα με αγριλιές-
εδώ, που η θάλασσα σε πιτσιλάει
στο παφλασμό του ,φουσκώνοντας το κύμα
για να σκάσει.
Κι ο αγέρας να σου μουρμουράει
τραγούδια για τη μοναξιά.
Η βάρκα π` ακουμπάς
τρίζει, τρεκλίζει, ψάχνει λες
μιαν άλλη σου ισορροπία.
Το κύμα σκαρφαλώνοντας, σ` ανένδοτο το βράχο
αφρίζει και ξεσπάκι η αφρίλα του
να σου χτυπά το πρόσωπο…
Αν θα μπορούσες, μέσα από το κύμα
ν` αναδυθείς,
ή μέσα από τα φύκιατη θωριά σου
να προβάλλεις,
θα έχανες το έλινο στεφάνι
και το στάχινο της κόμης σου το χρώμα.
Θε ν` αγαπήσεις τη θάλασσα,
που όλο σου κρυφομιλά`
λόγια τέτοια που, χρόνια ήθελες ν` ακούσεις,
αυτά που χρόνια κόμπιαζες να πεις.
Μια τέτοια μακριά συνομιλία,
που άλλη ποτέ σου δεν έχεις ηγηθεί.
Θε ν` αγαπήσεις τη μοναξιά,
αυτή που η σαγηνεύτρα θάλασσα σου δείχνει,
που μόνη της στα δυο σε σπάζει…
Κι οι μαργαρίτες των χωραφιών
και τα άλλα αγριολούλουδα
δεν θα σε ξανασυγκινήσουν.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (1986)
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα:
σαν το δέντρο ,που τ` απάνθισε η θύελλα,
σαν το λιμάνι χωρίς βραχίονες,
σαν τη στάση χωρίς στέγαστρο,
ανασκαλεύει τη μνήμη μας και ξεθάβει ανόσιες μορφές.
Μας ποτίζει ναρκωτικές ουσίες,
δείχνει τη πρώτη χρήση του τσιγάρου,
μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της.
Τούτη η πόλη σκοτεινούς μας χρειάζεται:
με τα τζάμια μας θολά, να σκουπίζονται διαρκώς από κουρντισμένους υαλοκαθαριστήρες`
υγρούς:
με τα μάτια μας να βουρνώνουνε, μόνο σε πένθιμες κραυγές`
απλανείς μας θωρρεί, με τα χέρια μας να βουλιάζουνστις τσέπες
και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας.
Απλοϊκούς μας αναζητά στις μορφές,
που γλοιώδικα κινούνταισε δίχως παλμό συλλαλητήρια.
Στείρους μας νοεί: έχοντας τα παιδιά μας
φυλακισμένα σε τοίχους με συνθήματα,
χύνοντας τη ζωή μας σε εργοστάσια
και με τα χέρια μας κομμένα στα γιαπιά
να πριονίζουμε τη ψυχή μας με μοναξιά.
Απλήσμονες μας χρειάζεται:
με τη ψυχή μας γεμάτη από απόρριψη,
να δένει τη ζωή μας σε μαγγανοπήγαδο,
για να γυρνά ασταμάτητα
-αφού η ελπίδα μας του «αύριο» καρφώθηκε σε κιβδηλες κορνίζες.
Αδειανούς κι άγνωμους μας ζωγραφίζει,
με τα φύλλα μας να σκορπίζονται στα δελτία θυέλλης της,
με τη μιλιά μας να ξεφτίζει σε αντίλαλους,
με τη πνοή μας να κρυσταλλώνει από φόβο,
με τα μίση μας να σαπίζουν σαν αίμα παλιό.
Και μ` όλα αυτά, ακούραστους μας επιζητά,
ν` αναπνέουμε της ζωής της το καυσαέριο
και να επαναλαμβάνουμε τις λέξεις, που με λέηζερ
χάραξε στη ψυχή μας: «είμαστε άδοτοι, ακούραστοι».
(Αθόρυβα ζούμε, σε μιάν άκαιρη πόλη,
κι είμαστε αθάνατοι, για να σέρνουμε,
παντού την κατάρα της...)
ΜΟΡΣΙΜΟΝ ΗΜΑΡ
Αισθάνθηκε πως ήρθε πια η ώρα του.
Τον βάραινε πολύ ο κόσμος.
Μάζεψε τη βαλίτσα του για το ταξίδι.
Έβαλε μέσα λίγα πράγματα
και κίνησε για την πόλη που πεθαίνουν.
Η διακριτική πινακίδα
το ’γραφε καθαρά:
«Καλώς ήρθατε στη πόλη “θάνατος”».
Σωστά ήρθε.
Σε ποια αρχή όμως να δηλωθεί;
Έχασε και τον οδηγό θανάτου.
Στο Δημαρχείο του θανάτου
θα ’ταν λύση μια κι έξω να δηλωθεί.
Εκεί τον υποδέχθηκαν κι αφού,
περίμενε μ` υπομονή τη σειρά του,
τον ρώτησαν ,πώς θέλει να πεθάνει.
Τι να γνώριζε αυτός από θανάτους ,
αφού ποτέ δεν τόλμησε να μάθει.
Τους είπε μόνο την τελευταία του επιθυμία
κι αυτοί θα συνήγαγαν ,
πώς να πεθάνει τού ’πρεπε.
Άλογα καλπάζοντα σ` ολάνθιστα λιβάδια
είπε ,πως θα θελε πριν απ’ το τέλος
να θαυμάσει .
Έσβησαν μ’ απότομα τα φώτα.
Έτρεχε εμπρός του
σ΄ έγχρωμη ταινία το λιβάδι.
«Ωραία , έτσι να πεθαίνεις !» σκέφτηκε!
Ίσως στην άλλη του ζωή, έτσι λεύτερος να καλπάζει…
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΝΗΛΙΚΩΝ (1984-1986)
ΔΙΑΘΗΚΗ
Στη νύχτα ν` αφήνεσαι
σαν πανάρχαιος νόμος,
με βλέφαρα κλειστά`
να δέχεσαι,
όταν πέφτει ο τρόμος
χάδια στα μαλλιά.
Να παραδέχεσαι
των πιο ανάξιών σου
την αξία.
Απέφευγε της νιότης
την αδιαλλαξία.
Να βρίσκεις μοναδικά
τα ταπεινά:
της ανατολής το μωβ και ροζ
να ζωγραφίζεις,
στης θάλασσας τ` αντάριασμα
μαζί της να αφρίζεις.
Στης γης το όμβριο χώμα
ξαναγυρίζεις σώμα.
Να σέβεσαι
ανθρώπων τα αιμάτινα ποτάμια,
που σου `δωσαν να χαίρεσαι
της λευτεριάς στεφάνια:
ανθρώπων, πανανθρώπων
σάρκες και κουφάρια.
Να σκέφτεσαι:
τι δίνεις; τι θα δώσεις;
πόσες πνοές θα λευτερώσεις,
ξέπνοος όταν θα πέσεις;
Τι πήρες,
πόσους θα λυτρώσεις;
ΣΤΡΕΨΗ ΚΑΙ ΚΑΜΨΗ (1982-1984)
ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ
Στον απολογισμό των περασμένων χρόνων
αναπολώ τη στήλη με τα πεπραγμένα:
απόρριψη, αμφισβήτηση,υπόληψη, συγκατάβαση,
εισερχόμενα – εξερχόμενα:η στήλη αυτή
με μιαν ανομολόγητη ισορροπία
τη κάθε μου πράξη αντισταθμίζει
και τα κενά συμμετρικά γεμίζουν.
Στου τωρινού χρόνου τον απολογισμό,
πολύ θα κουραστώ να κλείσω τα τεφτέρια:
στα πεπραγμένα «το σκότωμα του εαυτού»
θα γράψω, μοναχικό στη πρέπουσά του στήλη.
Τα εξερχόμενα καθόλου δεν θ`αγγίξω,
-μια παύλα μάλλον να τραβήξω.
Το ισοζύγιο διαταράχθηκε:η πλάστιγγα ανισόρροπα
χαροπαλεύει,
από τη μια «το σκότωμα του εαυτού»
κι από την άλλη το τίποτε ζυγίζονται.
Θαρρώ πως τούτο ενός καθρέφτη
τέχνασμα είναι,
μα όσο κι αν το είδωλο να σβήσω τρίβω,
ξωπίσω μου ειρωνικά σαρκάζει…
Στα πεπραγμένα των ετών
που μέλλουν να `ρθουν
ίσως για άλλη τότε μια φορά,
τη στήλη με τα εξερχόμενα ν` αφήσω.
Η πλάστιγγα ανισόρροπα χαροπαλεύει,
κι εκεί στο χαροπάλεμα
«το σκότωμα του εαυτού»
μες το καθρέφτη μου
ειρωνικά κοιτάζει.