Στη Φανή, την Αθηνά, την Κεραστώ , τη Πέτρα και τώρα τελευταία στη Νίκη…Από μικρή παρατηρούσα τα μαλλιά από τις κούκλες μου και μου φαίνονταν πολύ ψεύτικα, τελείως ανάρμοστα για μια κούκλα , που της έδινα σάρκα και οστά στο παιχνίδι μου. Έτσι απέκτησα μια απέχθεια για τις περούκες , αλλά και για τα στυλιζαρισμένα μαλλιά εν γένει. Τα μαλλιά των ηθοποιών της δεκαετίας του`70 ήταν τόσο επιτηδευμένα , που μου προκαλούσαν μόνο γέλιο.
Έτσι κωμική είδα και την απόφαση που πήραν δύο καθηγήτριές μου , η Φανή και η Αθηνά-φιλόλογοι κι οι δυο- όταν τις είδα να φορούν στραβοβαλμένα τη περούκα τους, στη προσευχή. Πράγματι θεωρούσαν δύσκολο να στυλιζάρουν τα μαλλιά τους πρωί-πρωί , ενώ με την περούκα δυο- τρία τσιμπιδάκια αρκούσαν για να`ναι καλοχτενισμένες.
-«Σήκω Ευρυδίκη να γράψεις τη μετοχή παρακειμένου..» φώναξε η Φανή , κι η Βίκυ πληθωρική όπως ήταν , πήρε τη κιμωλία στα χέρια της κι άρχισε να γράφει. Από δίπλα κι η Φανή, «δεν βλέπουν παιδί μου οι από πίσω, γράφε πιο ψηλά» και να` σου τεντώνει άτσαλα το χέρι της η Βίκυ και με το μανικετόκουμπο της ποδιάς παίρνει παραμάσχαλα τη περούκα.
«Με καράφλιασες!» λέει η Φανή , κι όλο το σχολείο τραντάχτηκε από τα γέλια.
Έπεσε σύρμα λοιπόν στο γραφείο των καθηγητών , ότι στο Β1 ξεμαλλιάζουν τις καθηγήτριες , κι έτσι η Βίκυ γλίτωσε για πολύ καιρό το σήκωμα στο πίνακα.
Όμως η τύχη το` θελε η όποια περούκα να με σημαδεύει.
Ήμουν ήδη νέα μηχανικός όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα.
«Έλα αν μπορείς, έχω πρόβλημα με τη Πολεοδομία, μου έκαναν καταγγελία , μένω στη οδό Μουσών στην Ανω πόλη» . Η Μαργαρίτα, η γερμανίδα καθηγήτριά μου ήταν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία για μένα, που με χάραξε βαθιά με τη σμίλη του ανθρώπου.
Από τη πρώτη στιγμή το κατάλαβα, ότι δεν ήταν μόνο το πρόβλημα της καταγγελίας που τη κατάτρεχε. Ναι, αγαπούσε πολύ τα λουλούδια και είχε γεμίσει το μπαλκόνι της με βαριές γλάστρες. Η καταγγέλουσα, κάτοικος του κάτω ορόφου, διαμαρτύρονταν ότι το μπαλκόνι άρχισε να εμφανίζει ρωγμές από τις βαριές της ζαρντινιέρες. Κάποια βαθιά θλίψη είχαν τα μάτια της κι ας μην το` λεγε.
Έκανα αρκετές επισκέψεις στο σπίτι της, πότε μ` αφορμή το ένα και πότε το άλλο. Λαβύρινθος η πολεοδομία και `γω να ψάχνω να βρω το κουβάρι της. Ώσπου στο τέλος μου το` πε : « Φοβάμαι ότι δεν είμαι καλά , θα πάω στη Γερμανία να κάνω μια εξέταση..»
Έμαθα ότι επέστρεψε και πήγα να τη δω. Αποφάσισα να της κάνω έκπληξη κι έτσι πήρα και τα παιδιά μου μαζί , για να παίξουν στο ζωολογικό κήπο. Χτύπησα και ξαναχτύπησα μα καμιά απόκριση. Κάποιος ήταν στη πόρτα κι αφουγκραζόταν. Της πήρα τηλέφωνο από το θάλαμο.
«Θα`ταν η Τόσκα» μου` πε , υπονοώντας , ότι η γάτα της βρισκόταν πίσω από τη πόρτα, όταν εγώ κόντευα να τη σπάσω από τους χτύπους. «’Ερχομαι στο zoo σε μισή ώρα»
Πράγματι ήρθε. Είχε ωραία μακριά μαλλιά κι ήταν εμφανώς αδυνατισμένη. «Πότε πρόλαβαν και μάκρυνα τόσο πολύ» , σκέφτηκα κι αυτόματα είδα τα μάτια της βουρκωμένα. «Καρκίνος; Εδώ;» τη ρώτησα, κι έβαλα το χέρια μου σαν άλλος Θωμάς, στις πληγές της εγχείρησης του λάρυγγα.
«Πες μου με γεια τη κόμμωση», μου` πε πριν λίγο καιρό η Νίκη , όταν με πρόσεξε να τη κοιτώ αποσβολωμένη. Η δική της περούκα ξανθιά με ανταύγιες, έτσι όπως ποτέ η Νίκη δεν έβαφε τα μαλλιά της. Η Κεραστούλα είχε την κόκκινη και η Πέτρα αντί για περούκα είχε κούρεμα γουλί αλα Ορνέλλα- Μούτι. «Οι φίλες μου από `δω» και μου`κλεισε το μάτι.
Τώρα στέκομαι μπροστά στο σκήνωμά σου και φιλώ τη περούκα σου, φιλώ τα σταυρωμένα χέρια σου , Νίκη. Να πάρει η ευχή, αυτή την ύστατη στιγμή σου περισσεύει και μοιάζει σα στραβοβαλμένη. ΚΑΛΟ ΚΑΤΕΥΩΔΙΟ